κυμβίον

κυμβίον
κυμβίον
small cup
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυμβίον — κυμβίον, τὸ (Α) μικρό ποτήρι, μικρό κύπελλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβη (Ι) + υποκορ. κατάλ. ίον] …   Dictionary of Greek

  • κυμβία — κυμβίον small cup neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμβίοις — κυμβίον small cup neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμβίοισι — κυμβίον small cup neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμβίου — κυμβίον small cup neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμβίῳ — κυμβίον small cup neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PASTOR — I. PASTOR Consul cum Aeliano, An. Urb. Cond. 915. II. PASTOR Presbyter castiffimus, qui studiô castitatis servandae matrem ad se venientem cellâ clausâ repulit. III. PASTOR alius gregis dominus, alius mercenarius, μιςθωτὸς Graece, Iohann. c. 10.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κυμβείον — κυμβεῑον, τὸ (Α) κυμβίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβη (Ι) + κατάλ. εῖον] …   Dictionary of Greek

  • κόνδυ — κόνδυ, υος, τὸ, πληθ. υα (ΑM) είδος ποτηριού («καὶ τὸ κόνδυ μου τὸ ἀργυροῡν ἐμβάλετε εἰς τὸν μάρσιππον», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η γλώσσα τού Ησυχίου κόνδυ ποτήριον βαρβαρικόν, κυμβίον αποτελεί ένδειξη για την πιθ. μικρασιατική προέλευση… …   Dictionary of Greek

  • κύμβη — (I) η (AM κύμβη) νεοελλ. ναυτ. 1. κοντή και πλατιά βάρκα που τοποθετούσαν αναποδογυρισμένη στους τροχούς τών τροχήλατων πλοίων 2. πτυσσόμενη βάρκα τών τορπιλλοβόλων και αντιτορπιλλικών που ο σκελετός της άνοιγε σαν ριπίδι και η οποία συμπτυσσόταν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”